σκηπτοβάμων

σκηπτοβάμων
-όβαμον, Α
βλ. σκηπτροβάμων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σκηπτροβάμων — και σκηπτοβάμων, ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που κάθεται πάνω σε σκήπτρο («ὁ σκηπτροβάμων αἰετός, κύων Διός», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκῆπτρον / σκῆπτον (βλ. λ. σκᾶπτον) + βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθερο βάμων] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”